ὀψιβλαστής: Difference between revisions
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opsivlastis | |Transliteration C=opsivlastis | ||
|Beta Code=o)yiblasth/s | |Beta Code=o)yiblasth/s | ||
|Definition= | |Definition=ὀψιβλαστές, [[late sprouting]] or [[shooting]], ib.1.14.3, 6.6.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψιβλαστής''': -ές, ([[βλαστάνω]]) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7. | |lstext='''ὀψιβλαστής''': -ές, ([[βλαστάνω]]) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀψιβλαστής]], -ές (Α)<br />αυτός που βλαστάνει [[αργά]], καθυστερημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>ὀψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαστής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλαστάνω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀψιβλαστές, late sprouting or shooting, ib.1.14.3, 6.6.10.
German (Pape)
[Seite 432] ές, spät keimend, grünend, Theophr., auch ὀψίβλαστος u. im compar. ὀψιβλαστότερος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψιβλαστής: -ές, (βλαστάνω) ὁ ἀργὰ βλαστάνων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 14, 3., 6. 6, 10· - συγκρ. ὀψιβλαστότερος (ὡς ἐκ θετικοῦ ὀψίβλαστος) ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 7.
Greek Monolingual
ὀψιβλαστής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει αργά, καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. ὀψέ) + -βλαστής (< βλαστάνω)].