ἁμιλλητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amillitikos
|Transliteration C=amillitikos
|Beta Code=a(millhtiko/s
|Beta Code=a(millhtiko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[contest]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Sph.</span> 225a</span>.
|Definition=ἁμιλλητική, ἁμιλλητικόν, of or for [[contest]], Pl.''Sph.'' 225a.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμιλλητικός Medium diacritics: ἁμιλλητικός Low diacritics: αμιλλητικός Capitals: ΑΜΙΛΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hamillētikós Transliteration B: hamillētikos Transliteration C: amillitikos Beta Code: a(millhtiko/s

English (LSJ)

ἁμιλλητική, ἁμιλλητικόν, of or for contest, Pl.Sph. 225a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
opuesto, enfrentado προσκρουστικὸς ἀεὶ καὶ ἁμιλλητικὸς πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας Dam.Fr.278a
τὸ ἁ. la rivalidad op. τὸ μαχητικόν Pl.Sph.225a.

German (Pape)

[Seite 125] zum Wettkampfe gehörig, Plat. Soph. 225 a, dem μαχητικός entggstzt.

Russian (Dvoretsky)

ἁμιλλητικός: (ᾰμ) состязательный (γένος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμιλλητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀγῶνα, Πλάτ. Σοφ. 225Α.

Greek Monolingual

ἁμιλλητικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. -τικός].