σταυρικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stavrikos
|Transliteration C=stavrikos
|Beta Code=stauriko/s
|Beta Code=stauriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">by a cross</b>, θάνατος <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>4.220</span>.</span>
|Definition=σταυρική, σταυρικόν, of or by a [[cross]], θάνατος Tz.''H.''4.220.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σταυρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς σταυρόν, διὰ σταυροῦ, [[σημεῖον]], [[θάνατος]], [[σχῆμα]] Βυζ.
|lstext='''σταυρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς σταυρόν, διὰ σταυροῦ, [[σημεῖον]], [[θάνατος]], [[σχῆμα]] Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σταυρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταυρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό του Χριστού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] σταυρού<br /><b>3.</b> (για τον θάνατο ή το [[μαρτύριο]]) αυτός που γίνεται [[επάνω]] στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν ἀναδεξάμενον θάνατον», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σταυρικός]] [[ναός]]»<br /><b>αρχιτ.</b> [[ναός]] με [[σχήμα]] σταυρού, [[σταυρεπίστεγος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυρικός Medium diacritics: σταυρικός Low diacritics: σταυρικός Capitals: ΣΤΑΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: staurikós Transliteration B: staurikos Transliteration C: stavrikos Beta Code: stauriko/s

English (LSJ)

σταυρική, σταυρικόν, of or by a cross, θάνατος Tz.H.4.220.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος πρὸς σταυρόν, διὰ σταυροῦ, σημεῖον, θάνατος, σχῆμα Βυζ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σταυρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταυρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό του Χριστού
2. αυτός που έχει σχήμα σταυρού
3. (για τον θάνατο ή το μαρτύριο) αυτός που γίνεται επάνω στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν ἀναδεξάμενον θάνατον», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
φρ. «σταυρικός ναός»
αρχιτ. ναός με σχήμα σταυρού, σταυρεπίστεγος.