cross
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English > Greek (Woodhouse)
substantive
upright stake: P. σταυρός, ὁ.
stake for impaling: V. σκόλοψ, ὁ.
a cross between a man and beast: use V. adj., μιξόθηρ.
adjective
transverse: P. πλάγιος, V. λοξός (Euripides, Fragment).
peevish: P. and V. δύσκολος, δυσχερής, δυσάρεστος.
of looks; P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός.
cross-wall, subs.: P. παρατείχισμα, τό, ὑποτείχισμα, τό.
build a cross-wall: P. ἐγκάρσιον τεῖχος ἄγειν (Thuc. 6, 99).
be at cross purposes: use P. and V. οὐ ταὐτὰ φρονεῖν.
verb transitive
baulk: P. and V. σφάλλω, σφάλλειν.
be crossed in, be baulked of: P. and V. ψεύδεσθαι (gen.), σφάλλεσθαι (gen.), ἀποσφάλλεσθαι (gen.), ἁμαρτάνειν (gen.).
oppose: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.), ἀνθίστασθαι (dat.), ἀντιτείνειν (dat.).
hinder, prevent: P. and V. ἐμποδίζειν.
pass, go over: P. and V. ὑπερβαίνειν, διαβάλλω, διαβάλλειν, διαπερᾶν, ὑπερβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι. P. διαπεραιοῦσθαι (absol.), διαπορεύεσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν.
make to cross: P. περαιοῦν, διαβιβάζειν.
sail across: Ar. and P. διαπλεῖν (absol.).
cross into: V. διεκπερᾶν εἰς (acc. ) .
cross off, pul one's pen through: Ar. and P. διαγράφειν.
cross with others: P. συνδιαβαίνειν (absol.).
easy to cross, adj.: P. and V. εὔπορος.