συνδιεκκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syndiekkypto
|Transliteration C=syndiekkypto
|Beta Code=sundiekku/ptw
|Beta Code=sundiekku/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[slip out and through together with]], τῇ κεφαλῇ <span class="bibl">Eust.1114.24</span>.</span>
|Definition=[[slip out and through together with]], τῇ κεφαλῇ Eust.1114.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιεκκύπτω''': [[ἐκκύπτω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τὰ [[ἔμπροσθεν]] συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.
|lstext='''συνδιεκκύπτω''': [[ἐκκύπτω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τὰ [[ἔμπροσθεν]] συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.
}}
{{grml
|mltxt=Μ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διεκκύπτω]] «[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Μ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διεκκύπτω]] «[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω»].
|mltxt=Μ<br />[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διεκκύπτω]] «[[σκύβω]] [[προς]] τα έξω για να δω»].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιεκκύπτω Medium diacritics: συνδιεκκύπτω Low diacritics: συνδιεκκύπτω Capitals: ΣΥΝΔΙΕΚΚΥΠΤΩ
Transliteration A: syndiekkýptō Transliteration B: syndiekkyptō Transliteration C: syndiekkypto Beta Code: sundiekku/ptw

English (LSJ)

slip out and through together with, τῇ κεφαλῇ Eust.1114.24.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich durch- u. herausgucken, -schlüpfen, Eust. 1153, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιεκκύπτω: ἐκκύπτω ὁμοῦ, ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.

Greek Monolingual

Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].