ἀνανευστικῶς: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ananefstikos
|Transliteration C=ananefstikos
|Beta Code=a)naneustikw=s
|Beta Code=a)naneustikw=s
|Definition=Adv. [[showing a disposition to refuse]], <span class="bibl">Arr.<span class="title">Epict.</span>1.14.7</span>.
|Definition=Adv. [[showing a disposition to refuse]], Arr.''Epict.''1.14.7.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[rechazando]], [[con rechazo]] ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... [[ἅμα]] δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' [[ἀνανευστικῶς]] Arr.<i>Epict</i>.1.14.7.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνανευστικῶς''': ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, τοῖς μὲν συγκαταθετικῶς, τοῖς δὲ [[ἀνανευστικῶς]] Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 7.
|lstext='''ἀνανευστικῶς''': ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, τοῖς μὲν συγκαταθετικῶς, τοῖς δὲ [[ἀνανευστικῶς]] Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. [[rechazando]], [[con rechazo]] ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... [[ἅμα]] δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' [[ἀνανευστικῶς]] Arr.<i>Epict</i>.1.14.7.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνανευστικῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀνανεύω]]<br />δείχνοντας [[διάθεση]] για [[άρνηση]], αρνητικά.
|mltxt=[[ἀνανευστικῶς]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀνανεύω]]<br />δείχνοντας [[διάθεση]] για [[άρνηση]], αρνητικά.
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανευστικῶς Medium diacritics: ἀνανευστικῶς Low diacritics: ανανευστικώς Capitals: ΑΝΑΝΕΥΣΤΙΚΩΣ
Transliteration A: ananeustikō̂s Transliteration B: ananeustikōs Transliteration C: ananefstikos Beta Code: a)naneustikw=s

English (LSJ)

Adv. showing a disposition to refuse, Arr.Epict.1.14.7.

Spanish (DGE)

adv. rechazando, con rechazo ἀπὸ μυρίων πραγμάτων κινεῖσθαι ... ἅμα δὲ συγκαταθετικῶς, τοῖς δ' ἀνανευστικῶς Arr.Epict.1.14.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανευστικῶς: ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, τοῖς μὲν συγκαταθετικῶς, τοῖς δὲ ἀνανευστικῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 14, 7.

Greek Monolingual

ἀνανευστικῶς επίρρ. (Α) ἀνανεύω
δείχνοντας διάθεση για άρνηση, αρνητικά.