ἀναπληρωτέον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapliroteon | |Transliteration C=anapliroteon | ||
|Beta Code=a)naplhrwte/on | |Beta Code=a)naplhrwte/on | ||
|Definition= | |Definition=[[one must fill up]], [[supply]], Plu.''Cim.''2, ''Gp.''9.11.3. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que llenar]] τοὺς ... διακένους τόπους <i>Gp</i>.9.11.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[satisfacer]] τὴν ἀλήθειαν Plu.<i>Cim</i>.2. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπληρωτέον''': ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2. | |lstext='''ἀναπληρωτέον''': ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναπληρωτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει [[κάποιος]] να αναπληρώσει, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀναπληρωτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει [[κάποιος]] να αναπληρώσει, σε Πλούτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
one must fill up, supply, Plu.Cim.2, Gp.9.11.3.
Spanish (DGE)
hay que llenar τοὺς ... διακένους τόπους Gp.9.11.3
•fig. satisfacer τὴν ἀλήθειαν Plu.Cim.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπληρωτέον: ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2.
Greek Monotonic
ἀναπληρωτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει κάποιος να αναπληρώσει, σε Πλούτ.