ἐκριζωτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekrizotis | |Transliteration C=ekrizotis | ||
|Beta Code=e)krizwth/s | |Beta Code=e)krizwth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκριζωτοῦ, ὁ, [[rooter out]], [[destroyer]], [[LXX]] ''4 Ma.''3.5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[el que arranca de raíz]], [[destructor]] οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ [[ἀνταγωνιστής]] [[LXX]] 4<i>Ma</i>.3.5. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκριζωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκριζώνων, [[καταστροφεύς]], Ἰωσήπ. Μακκ. 3, 5. | |lstext='''ἐκριζωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐκριζώνων, [[καταστροφεύς]], Ἰωσήπ. Μακκ. 3, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἐκριζωτής]])<br />αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όργανο για την [[εκρίζωση]]. | |mltxt=ο (AM [[ἐκριζωτής]])<br />αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όργανο για την [[εκρίζωση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκριζωτοῦ, ὁ, rooter out, destroyer, LXX 4 Ma.3.5.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
el que arranca de raíz, destructor οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ ἀνταγωνιστής LXX 4Ma.3.5.
German (Pape)
[Seite 778] ὁ, Auswurzler, Vertilger, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκριζωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκριζώνων, καταστροφεύς, Ἰωσήπ. Μακκ. 3, 5.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκριζωτής)
αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει κάτι
νεοελλ.
όργανο για την εκρίζωση.