ἀπορράσσω: Difference between revisions
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aporrasso | |Transliteration C=aporrasso | ||
|Beta Code=a)porra/ssw | |Beta Code=a)porra/ssw | ||
|Definition= | |Definition=[[beat off]], τοὺς Ῥωμαίους ἀπὸ τοῦ λόφου D.H.6.5, cf. D.C.56.14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[expulsar]] τοὺς Ῥωμαίους ... ἀπὸ τοῦ λόφου D.H.6.5 (cód.), αὐτούς D.C.56.14.3 (var.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπορράσσω''': βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς [[τινάσσω]] τινὰ [[μακράν]], [[ἀποδιώκω]], ἀπορράξαι τοὺς Ρωμαίους ἔγνωσαν ἀπὸ τοῦ λόφου Διον. Ἁλ. 6. 5· ἀποκρούσασθαί τε αὐτοὺς καὶ ἀπορράξαι Δίων Κ. 56. 14. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
beat off, τοὺς Ῥωμαίους ἀπὸ τοῦ λόφου D.H.6.5, cf. D.C.56.14.
Spanish (DGE)
expulsar τοὺς Ῥωμαίους ... ἀπὸ τοῦ λόφου D.H.6.5 (cód.), αὐτούς D.C.56.14.3 (var.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορράσσω: βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς τινάσσω τινὰ μακράν, ἀποδιώκω, ἀπορράξαι τοὺς Ρωμαίους ἔγνωσαν ἀπὸ τοῦ λόφου Διον. Ἁλ. 6. 5· ἀποκρούσασθαί τε αὐτοὺς καὶ ἀπορράξαι Δίων Κ. 56. 14.