ἀπορράσσω
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
beat off, τοὺς Ῥωμαίους ἀπὸ τοῦ λόφου D.H.6.5, cf. D.C.56.14.
Spanish (DGE)
expulsar τοὺς Ῥωμαίους ... ἀπὸ τοῦ λόφου D.H.6.5 (cód.), αὐτούς D.C.56.14.3 (var.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορράσσω: βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς τινάσσω τινὰ μακράν, ἀποδιώκω, ἀπορράξαι τοὺς Ρωμαίους ἔγνωσαν ἀπὸ τοῦ λόφου Διον. Ἁλ. 6. 5· ἀποκρούσασθαί τε αὐτοὺς καὶ ἀπορράξαι Δίων Κ. 56. 14.