ἀπεριπλάνητος: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aperiplanitos | |Transliteration C=aperiplanitos | ||
|Beta Code=a)peripla/nhtos | |Beta Code=a)peripla/nhtos | ||
|Definition=[λᾰ], ον, | |Definition=[λᾰ], ον, [[without wandering]] or [[deviating]], Id.1308.46. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no se desvía]], [[sin desviarse]] κατ' εὐθὺ τρέχων ἀ. Eust.1308.46. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπεριπλάνητος''': -ον, [[ἄνευ]] περιπλανήσεως ἤ παρεκβάσεως ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, Εὐστ. 1308. 46. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀπεριπλάνητος]], -ον (Μ)<br />αυτός που δεν περιπλανήθηκε, που δεν έχασε τον δρόμο του. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:58, 25 August 2023
English (LSJ)
[λᾰ], ον, without wandering or deviating, Id.1308.46.
Spanish (DGE)
-ον
que no se desvía, sin desviarse κατ' εὐθὺ τρέχων ἀ. Eust.1308.46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεριπλάνητος: -ον, ἄνευ περιπλανήσεως ἤ παρεκβάσεως ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, Εὐστ. 1308. 46.
Greek Monolingual
ἀπεριπλάνητος, -ον (Μ)
αυτός που δεν περιπλανήθηκε, που δεν έχασε τον δρόμο του.