συμπαραφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symparafyomai
|Transliteration C=symparafyomai
|Beta Code=sumparafu/omai
|Beta Code=sumparafu/omai
|Definition=Pass., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">grow together</b>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>16.9</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>4.56a</span>.</span>
|Definition=Pass., [[grow together]], Gal.''UP''16.9, Them.''Or.''4.56a.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0985.png Seite 985]] (s. φύω), mit od. zugleich daneben aufkeimen, Theophr. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''συμπαραφύομαι''': Παθητ., παραφύομαι [[ὁμοῦ]], συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φύομαι]], εκφύομαι, [[φυτρώνω]] συγχρόνως [[κοντά]] σε [[κάτι]] («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[κατάσταση]]) εμφανίζομαι συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παραφύομαι</i> «[[φυτρώνω]] [[κοντά]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραφύομαι Medium diacritics: συμπαραφύομαι Low diacritics: συμπαραφύομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: symparaphýomai Transliteration B: symparaphyomai Transliteration C: symparafyomai Beta Code: sumparafu/omai

English (LSJ)

Pass., grow together, Gal.UP16.9, Them.Or.4.56a.

German (Pape)

[Seite 985] (s. φύω), mit od. zugleich daneben aufkeimen, Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραφύομαι: Παθητ., παραφύομαι ὁμοῦ, συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. φύομαι, εκφύομαι, φυτρώνω συγχρόνως κοντά σε κάτι («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. μτφ. (για κατάσταση) εμφανίζομαι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραφύομαι «φυτρώνω κοντά»].