μικροτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mikrotrapezos
|Transliteration C=mikrotrapezos
|Beta Code=mikrotra/pezos
|Beta Code=mikrotra/pezos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">keeping a mean, shabby table</b>, <span class="bibl">Antiph.172.1</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[keeping a mean]], [[shabby table]], Antiph.172.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκροτράπεζος''': -ον, ὁ παρατιθέμενος, λιτήν, εὐτελῆ τράπεζαν, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1.
|lstext='''μῑκροτράπεζος''': -ον, ὁ παρατιθέμενος, λιτήν, εὐτελῆ τράπεζαν, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[μικροτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που παραθέτει [[λιτή]], ευτελή [[τράπεζα]], που τρώει λιτά, φτωχικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), [[πρβλ]]. [[ομοτράπεζος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροτράπεζος Medium diacritics: μικροτράπεζος Low diacritics: μικροτράπεζος Capitals: ΜΙΚΡΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: mikrotrápezos Transliteration B: mikrotrapezos Transliteration C: mikrotrapezos Beta Code: mikrotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, keeping a mean, shabby table, Antiph.172.1.

German (Pape)

[Seite 185] einen geringen, schlechten Tisch führend, Ἕλληνες, Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροτράπεζος: -ον, ὁ παρατιθέμενος, λιτήν, εὐτελῆ τράπεζαν, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάν. ἐν «Οἰνομάῳ» 1.

Greek Monolingual

μικροτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομοτράπεζος].