μητρογάμος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(25)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitrogamos
|Transliteration C=mitrogamos
|Beta Code=mhtroga/mos
|Beta Code=mhtroga/mos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one guilty of such incest</b>, Arg.Man.post Max.<span class="bibl">p.98</span> L.</span>
|Definition=[ᾰ], ὁ, [[one guilty of such incest]], Arg.Man.post Max.p.98 L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μητρογάμος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη [[μητέρα]] του, αυτός που διαπράττει [[μητρογαμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυγατρο</i>-[[γάμος]].
|mltxt=[[μητρογάμος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη [[μητέρα]] του, αυτός που διαπράττει [[μητρογαμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]], [[πρβλ]]. [[θυγατρογάμος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρογάμος Medium diacritics: μητρογάμος Low diacritics: μητρογάμος Capitals: ΜΗΤΡΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: mētrogámos Transliteration B: mētrogamos Transliteration C: mitrogamos Beta Code: mhtroga/mos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, one guilty of such incest, Arg.Man.post Max.p.98 L.

Greek (Liddell-Scott)

μητρογάμος: ὁ, λαμβάνων ὡς γυναῖκα τὴν ἑαυτοῦ μητέρα, Θεοφυλ. Σιμοκ. Φυσικ. Ἀπορήμ. 59, 5.

Greek Monolingual

μητρογάμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που παίρνει ως σύζυγο τη μητέρα του, αυτός που διαπράττει μητρογαμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + γάμος, πρβλ. θυγατρογάμος.