ἀρειότερος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=areioteros
|Transliteration C=areioteros
|Beta Code=a)reio/teros
|Beta Code=a)reio/teros
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], α, ον,</b> prob. = [[ἀρείων]], <span class="bibl">Thgn.548</span>, etc.; cf. [[Ἄρειος]].
|Definition=[ᾰ], α, ον, prob. = [[ἀρείων]], Thgn.548, etc.; cf. [[Ἄρειος]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[preferible]] τῷ δὲ δικαίῳ τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον Thgn.548, οἶδας Ἀθήνην ... ἀρειοτέρην Διονύσου Nonn.<i>D</i>.20.215.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἀ. [[el mejor]] τίς σε δίδαξεν ἀρειοτέροισιν ἐρίζειν; Nonn.<i>D</i>.19.316, εἶξον ἀρειοτέροισι <i>AP</i> 9.656.11.
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[preferible]] τῷ δὲ δικαίῳ τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον Thgn.548, οἶδας Ἀθήνην ... ἀρειοτέρην Διονύσου Nonn.<i>D</i>.20.215.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἀ. [[el mejor]] τίς σε δίδαξεν ἀρειοτέροισιν ἐρίζειν; Nonn.<i>D</i>.19.316, εἶξον ἀρειοτέροισι <i>AP</i> 9.656.11.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρειότερος Medium diacritics: ἀρειότερος Low diacritics: αρειότερος Capitals: ΑΡΕΙΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: areióteros Transliteration B: areioteros Transliteration C: areioteros Beta Code: a)reio/teros

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, prob. = ἀρείων, Thgn.548, etc.; cf. Ἄρειος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 preferible τῷ δὲ δικαίῳ τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον Thgn.548, οἶδας Ἀθήνην ... ἀρειοτέρην Διονύσου Nonn.D.20.215.
2 subst. ὁ ἀ. el mejor τίς σε δίδαξεν ἀρειοτέροισιν ἐρίζειν; Nonn.D.19.316, εἶξον ἀρειοτέροισι AP 9.656.11.

Russian (Dvoretsky)

ἀρειότερος: Anth. compar. к ἀρείων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρειότερος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀρείων, Θέογν. 548, κτλ.

Greek Monolingual

ἀρειότερος, -α, -ον (Α)
αρείων.

Greek Monotonic

ἀρειότερος: -α, -ον, = ἀρείων, σε Θέογν.