ἀρειότερος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρειότερος Medium diacritics: ἀρειότερος Low diacritics: αρειότερος Capitals: ΑΡΕΙΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: areióteros Transliteration B: areioteros Transliteration C: areioteros Beta Code: a)reio/teros

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, prob. = ἀρείων, Thgn.548, etc.; cf. Ἄρειος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 preferible τῷ δὲ δικαίῳ τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον Thgn.548, οἶδας Ἀθήνην ... ἀρειοτέρην Διονύσου Nonn.D.20.215.
2 subst. ὁ ἀ. el mejor τίς σε δίδαξεν ἀρειοτέροισιν ἐρίζειν; Nonn.D.19.316, εἶξον ἀρειοτέροισι AP 9.656.11.

Russian (Dvoretsky)

ἀρειότερος: Anth. compar. к ἀρείων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρειότερος: -α, -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ ἀρείων, Θέογν. 548, κτλ.

Greek Monolingual

ἀρειότερος, -α, -ον (Α)
αρείων.

Greek Monotonic

ἀρειότερος: -α, -ον, = ἀρείων, σε Θέογν.