αρείων
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
Greek Monolingual
ἀρείων (-ονος), -ον (Α)
(χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός
πρβλ. άριστος)
1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο
2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του αγαθός
στον Όμηρο και τον Ησύχιο χρησίμευε στον χαρακτηρισμό αλόγων, ενώ ο πληθυντ. αρείονες δήλωνε και ένα είδος σαλιγκαριών. Σε αντίθεση προς τη Μυκηναϊκή, όπου ο συγκριτικός aro2a (αρίοα) σχηματίζεται από αρ- και το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -iyos -, στην Ελληνική αντί των κανονικών συγκριτικού, υπερθετικού αρίων, αίρων, άριστος έχουμε αρείων -άριστος. Ο τ. αρείων προέρχεται πιθ. από αρχικό τ. επιθέτου άρειον (χωρίς επίθημα συγκριτικού βαθμού) < άρειος «καλός, ισχυρός, ρωμαλαίος, σπουδαίος» (πρβλ. «Ζεῡς ἄρειος, τεῖχος ἄρειον» κ.λπ.) < άρος (πρβλ. συγκριτικό λωΐων < λώϊον < λώϊος)].