ἱεροστάτης: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ierostatis | |Transliteration C=ierostatis | ||
|Beta Code=i(erosta/ths | |Beta Code=i(erosta/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[governor of the temple]], [[LXX]] ''1 Es.''7.2. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱεροστάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ [[ἐπιστάτης]], ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2). | |lstext='''ἱεροστάτης''': ᾰ, ου, ὁ, ὁ [[ἐπιστάτης]], ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱεροστάτης]], ὁ (Α)<br />[[επιστάτης]] ιερών έργων ή [[επιμελητής]] του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ίστημι]]), [[πρβλ]]. [[επιστάτης]], [[χοροστάτης]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, governor of the temple, LXX 1 Es.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροστάτης: ᾰ, ου, ὁ, ὁ ἐπιστάτης, ἐπιμελητὴς ἱερῶν ἔργων ἢ τοῦ ἱεροῦ, Ἑβδ. (Α΄, Ἔσδρ. Ζ΄, 2).
Greek Monolingual
ἱεροστάτης, ὁ (Α)
επιστάτης ιερών έργων ή επιμελητής του ναού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -στάτης (< ίστημι), πρβλ. επιστάτης, χοροστάτης].