ὀχλητικός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(30)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochlitikos
|Transliteration C=ochlitikos
|Beta Code=o)xlhtiko/s
|Beta Code=o)xlhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ὀχλικός]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>p.218</span>.</span>
|Definition=ὀχλητική, ὀχλητικόν, = [[ὀχλικός]], Procl.''Par.Ptol.''p.218.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀχλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[οχλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀχλῶ</i> μέσω αμάρτυρου <i>ὀχλητός</i> που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -<i>όχλητος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>όχλητος</i>, <i>ανεν</i>-<i>όχλητος</i>)].
|mltxt=[[ὀχλητικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[οχλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀχλῶ</i> μέσω αμάρτυρου <i>ὀχλητός</i> που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -<i>όχλητος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αόχλητος]], [[ανενόχλητος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλητικός Medium diacritics: ὀχλητικός Low diacritics: οχλητικός Capitals: ΟΧΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ochlētikós Transliteration B: ochlētikos Transliteration C: ochlitikos Beta Code: o)xlhtiko/s

English (LSJ)

ὀχλητική, ὀχλητικόν, = ὀχλικός, Procl.Par.Ptol.p.218.

German (Pape)

[Seite 430] den großen Haufen, das Volk betreffend, καὶ πολιτικὰ πράγματα, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλητικός: -ή, -όν, = ἐνοχλητικός, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 3. 18.

Greek Monolingual

ὀχλητικός, -ή, -όν (Α)
οχλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχλῶ μέσω αμάρτυρου ὀχλητός που μαρτυρείται στα σύνθ. σε -όχλητος (πρβλ. αόχλητος, ανενόχλητος)].