μεγαλοχάσμων: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalochasmon
|Transliteration C=megalochasmon
|Beta Code=megaloxa/smwn
|Beta Code=megaloxa/smwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">wide-gaping</b>, χάνναι <span class="bibl">Epich.67</span>.</span>
|Definition=μεγαλοχάσμον, gen. ονος, [[wide-gaping]], χάνναι Epich.67.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοχάσμων''': -ον, ὁ [[μεγάλως]] χαίνων, ἔχων τὸ [[στόμα]] [[μεγάλως]] χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.
|lstext='''μεγᾰλοχάσμων''': -ον, ὁ [[μεγάλως]] χαίνων, ἔχων τὸ [[στόμα]] [[μεγάλως]] χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλοχάσμων]], -ον (Α)<br />(για το [[ψάρι]] [[χάννος]]) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το [[στόμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χασμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χάσμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοχάσμων Medium diacritics: μεγαλοχάσμων Low diacritics: μεγαλοχάσμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΧΑΣΜΩΝ
Transliteration A: megalochásmōn Transliteration B: megalochasmōn Transliteration C: megalochasmon Beta Code: megaloxa/smwn

English (LSJ)

μεγαλοχάσμον, gen. ονος, wide-gaping, χάνναι Epich.67.

German (Pape)

[Seite 108] ον, weit gähnend, aufklaffend, χάνναι, Epicharm. bei Ath. VII, 315 e.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοχάσμων: -ον, ὁ μεγάλως χαίνων, ἔχων τὸ στόμα μεγάλως χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.

Greek Monolingual

μεγαλοχάσμων, -ον (Α)
(για το ψάρι χάννος) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το στόμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -χασμων (< χάσμα)].