μεγαλοχάσμων: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=megalochasmon | |Transliteration C=megalochasmon | ||
|Beta Code=megaloxa/smwn | |Beta Code=megaloxa/smwn | ||
|Definition= | |Definition=μεγαλοχάσμον, gen. ονος, [[wide-gaping]], χάνναι Epich.67. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
μεγαλοχάσμον, gen. ονος, wide-gaping, χάνναι Epich.67.
German (Pape)
[Seite 108] ον, weit gähnend, aufklaffend, χάνναι, Epicharm. bei Ath. VII, 315 e.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοχάσμων: -ον, ὁ μεγάλως χαίνων, ἔχων τὸ στόμα μεγάλως χαῖνον, ἐπὶ τοῦ ἰχθύος χάννου, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 315F.
Greek Monolingual
μεγαλοχάσμων, -ον (Α)
(για το ψάρι χάννος) αυτός που χάσκει πολύ, που έχει πολύ ανοιχτό το στόμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -χασμων (< χάσμα)].