ἡμιμαθής: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imimathis
|Transliteration C=imimathis
|Beta Code=h(mimaqh/s
|Beta Code=h(mimaqh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">half-learned</b>, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">VS</span>2.5.4</span>, <span class="bibl">Poll.6.160</span>.</span>
|Definition=ἡμιμαθές, [[half-learned]], Philostr. ''VS''2.5.4, Poll.6.160.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1168.png Seite 1168]] ές, halbgelehrt, Philostr. v. soph. 2, 5, 4; Poll. 6, 160.
}}
{{ls
|lstext='''ἡμιμᾰθής''': -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, «μισογραμματισμένος», Φιλόστρ. 575, Πολυδ. Ϛ΄, 160.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιμαθής]], -ές)<br />αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια [[επιστήμη]] ή μια [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]], [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>έ</i>-<i>μαθ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>μαθής πολυ</i>-<i>μαθής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιμᾰθής Medium diacritics: ἡμιμαθής Low diacritics: ημιμαθής Capitals: ΗΜΙΜΑΘΗΣ
Transliteration A: hēmimathḗs Transliteration B: hēmimathēs Transliteration C: imimathis Beta Code: h(mimaqh/s

English (LSJ)

ἡμιμαθές, half-learned, Philostr. VS2.5.4, Poll.6.160.

German (Pape)

[Seite 1168] ές, halbgelehrt, Philostr. v. soph. 2, 5, 4; Poll. 6, 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιμᾰθής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπαιδευμένος, «μισογραμματισμένος», Φιλόστρ. 575, Πολυδ. Ϛ΄, 160.

Greek Monolingual

-ές (Α ἡμιμαθής, -ές)
αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β' έ-μαθ-ον), πρβλ. α-μαθής πολυ-μαθής].