ἀμφορεαφόρος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amforeaforos | |Transliteration C=amforeaforos | ||
|Beta Code=a)mforeafo/ros | |Beta Code=a)mforeafo/ros | ||
|Definition=ου, ὁ, [[water-carrier]], | |Definition=-ου, ὁ, [[water-carrier]], Eup.187, Men.431, ''IG''2.768. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
-ου, ὁ, water-carrier, Eup.187, Men.431, IG2.768.
Spanish (DGE)
(ἀμφορεᾱφόρος) -ου, ὁ portador de ánforas Eup.187, Ar.Fr.741D, Men.Fr.364, Sud.
German (Pape)
[Seite 146] Wasserkrüge tragend, Poll. 7, 130; Men.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφορεᾱφόρος: ὁ водонос Men.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφορεᾱφόρος: -ον, ὁ φέρων ἀμφορέας, Μενάνδ. Ραπ. 6. - «ἀμφορεαφόρους, τοὺς μισθίους, τοὺς τὰ κεράμια φέροντας» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἀμφορεαφόρος, ο (ΑΜ)
αυτός που φέρει, που βαστάζει αμφορείς με νερό, σταμνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο «εκ συναρπαγής» από την αιτ. ἀμφορέα (αιτ. του ἀμφορεὺς) + -φόρος < φέρω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφορεαφορῶ].