ἀντάλλαγος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antallagos
|Transliteration C=antallagos
|Beta Code=a)nta/llagos
|Beta Code=a)nta/llagos
|Definition=ον, [[exchanged]] for [[another]], <span class="bibl">Men. 16</span>,<span class="bibl">254</span>,<span class="bibl">513</span>.
|Definition=ἀντάλλαγον, [[exchanged]] for [[another]], Men. 16,254,513.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀντάλλᾰγος) -ον<br />[[suplente]] ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' [[ἀντάλλαγος]] se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya</i> Men.<i>Fr</i>.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.446.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντάλλαγος''': -ον, «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον. Μένανδρος (ἐν) Κανηφόρῳ: ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον. (ἐν) Χήρᾳ: ἑκοῦσα δ’ ἀδελφὴ ποιήσει τοῦτὸ σοι ἀντάλλαγόν γ’ ἕξουσα τούτῳ διδομένη καὶ ἐν Ἁλιεῖ: ἐκλελάκτισεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν [[μοιχός]], ἀλλ’ [[ἀντάλλαγος]]». Σουΐδ.
|lstext='''ἀντάλλαγος''': -ον, «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον. Μένανδρος (ἐν) Κανηφόρῳ: ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον. (ἐν) Χήρᾳ: ἑκοῦσα δ’ ἀδελφὴ ποιήσει τοῦτὸ σοι ἀντάλλαγόν γ’ ἕξουσα τούτῳ διδομένη καὶ ἐν Ἁλιεῖ: ἐκλελάκτισεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν [[μοιχός]], ἀλλ’ [[ἀντάλλαγος]]». Σουΐδ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀντάλλᾰγος) -ον<br />[[suplente]] ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' [[ἀντάλλαγος]] se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya</i> Men.<i>Fr</i>.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.<i>Fr</i>.446.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντάλλαγος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον.
|mltxt=[[ἀντάλλαγος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓ντᾰ́λλᾰγος Medium diacritics: ἀντάλλαγος Low diacritics: αντάλλαγος Capitals: ΑΝΤΑΛΛΑΓΟΣ
Transliteration A: antállagos Transliteration B: antallagos Transliteration C: antallagos Beta Code: a)nta/llagos

English (LSJ)

ἀντάλλαγον, exchanged for another, Men. 16,254,513.

Spanish (DGE)

(ἀντάλλᾰγος) -ον
suplente ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' ἀντάλλαγος se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya Men.Fr.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.Fr.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.Fr.446.

German (Pape)

[Seite 243] umgetauscht, Menand. bei Suid. Bei B. A. 410 steht dafür nach Mein. falsch ἀνταλλαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάλλαγος: -ον, «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον. Μένανδρος (ἐν) Κανηφόρῳ: ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον. (ἐν) Χήρᾳ: ἑκοῦσα δ’ ἀδελφὴ ποιήσει τοῦτὸ σοι ἀντάλλαγόν γ’ ἕξουσα τούτῳ διδομένη καὶ ἐν Ἁλιεῖ: ἐκλελάκτισεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, ἀλλ’ ἀντάλλαγος». Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀντάλλαγος, -ον (Α)
αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον.