χαλκοπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkoplastis
|Transliteration C=chalkoplastis
|Beta Code=xalkopla/sths
|Beta Code=xalkopla/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bronze-worker</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Wi.</span>15.9</span>.</span>
|Definition=χαλκοπλάστου, ὁ, [[bronze-worker]], [[LXX]] ''Wi.''15.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκεύς]], [[χαλκουργός]], πρβλ. [[χαλκοτύπος]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).
|lstext='''χαλκοπλάστης''': -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, [[χαλκεύς]], [[χαλκουργός]], πρβλ. [[χαλκοτύπος]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[χαλκουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γλύπτης]] που δουλεύει σε χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-[[πλάστης]], <i>κηρο</i>-[[πλάστης]].
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπλάστης Medium diacritics: χαλκοπλάστης Low diacritics: χαλκοπλάστης Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: chalkoplástēs Transliteration B: chalkoplastēs Transliteration C: chalkoplastis Beta Code: xalkopla/sths

English (LSJ)

χαλκοπλάστου, ὁ, bronze-worker, LXX Wi.15.9.

German (Pape)

[Seite 1331] ὁ, der Bildner in Erz od. Kupfer, der Kupferschmied, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπλάστης: -ου, ὁ πλάττων, κατασκευάζων διάφορα πράγματα ἐκ χαλκοῦ, χαλκεύς, χαλκουργός, πρβλ. χαλκοτύπος, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
χαλκουργός
νεοελλ.
γλύπτης που δουλεύει σε χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. θεο-πλάστης, κηρο-πλάστης.