αἰτηματικός: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aitimatikos
|Transliteration C=aitimatikos
|Beta Code=ai)thmatiko/s
|Beta Code=ai)thmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to ask</b>, <span class="bibl">Artem.4.2</span>.</span>
|Definition=αἰτηματική, αἰτηματικόν, [[disposed to ask]], Artem.4.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[pedido]] (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰτηματικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
|lstext='''αἰτηματικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[αἰτηματικός]], -ή, -όν) [[αἴτημα]]<br /><b>1.</b> αυτός που υποβάλλει [[αίτημα]]<br /><b>2.</b> ο [[απαιτητικός]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[fordernd]]</i>, Artem. 4.2.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτηματικός Medium diacritics: αἰτηματικός Low diacritics: αιτηματικός Capitals: ΑΙΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aitēmatikós Transliteration B: aitēmatikos Transliteration C: aitimatikos Beta Code: ai)thmatiko/s

English (LSJ)

αἰτηματική, αἰτηματικόν, disposed to ask, Artem.4.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pedido (ὀνείρους) αἰτηματικοὺς καλοῦμεν διὰ τὸ αἰτεῖν τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν Artem.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτηματικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ αἰτήσῃ, Ἀρτεμίδ. 4. 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτηματικός, -ή, -όν) αἴτημα
1. αυτός που υποβάλλει αίτημα
2. ο απαιτητικός.

German (Pape)

fordernd, Artem. 4.2.