εὔπτορθος: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyptorthos
|Transliteration C=eyptorthos
|Beta Code=eu)/ptorqos
|Beta Code=eu)/ptorqos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">finely branching</b>, of horns, <span class="title">APl.</span>4.96.4.</span>
|Definition=εὔπτορθον, [[finely branching]], of horns, ''APl.''4.96.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1092.png Seite 1092]] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles <i>ou</i> nombreuses branches.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πτόρθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπτορθος''': -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «[[εὔκλαδος]]» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.
|lstext='''εὔπτορθος''': -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «[[εὔκλαδος]]» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔπτορθος]], -ον (Α)<br />(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πτόρθος]] «[[κλαδί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπτορθος:''' -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-πτορθος, ον<br />[[finely]] [[branching]], of horns, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπτορθος Medium diacritics: εὔπτορθος Low diacritics: εύπτορθος Capitals: ΕΥΠΤΟΡΘΟΣ
Transliteration A: eúptorthos Transliteration B: euptorthos Transliteration C: eyptorthos Beta Code: eu)/ptorqos

English (LSJ)

εὔπτορθον, finely branching, of horns, APl.4.96.4.

German (Pape)

[Seite 1092] schönzweigig, κέρατα, Geweih, Ep. ad. 283 (Plan. 96).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou nombreuses branches.
Étymologie: εὖ, πτόρθος.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπτορθος: -ον, ἔχων ὡραίους κλάδους, «εὔκλαδος» (Σουΐδ), ἐπὶ κεράτων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 96.

Greek Monolingual

εὔπτορθος, -ον (Α)
(για κέρατα) αυτός που έχει ωραία κλαδιά, ωραίες διακλαδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτόρθος «κλαδί»].

Greek Monotonic

εὔπτορθος: -ον, αυτός που έχει ωραίους κλάδους, λέγεται για κέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-πτορθος, ον
finely branching, of horns, Anth.