συμπαρακατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symparakataklino
|Transliteration C=symparakataklino
|Beta Code=sumparakatakli/nw
|Beta Code=sumparakatakli/nw
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">make to lie beside</b>, τινά τινι <span class="bibl">D.C.60.18</span>.</span>
|Definition=[ῑ], [[make to lie beside]], τινά τινι D.C.60.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαρακατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18.
|lstext='''συμπαρακατακλίνω''': [ῑ], [[κατακλίνω]] τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[βάζω]] κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, [[κατακλίνω]] κάποιον [[κοντά]] σε κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρακατακλίνω]] «[[βάζω]] κάποιον να ξαπλώσει [[δίπλα]] σε κάποιον»].
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρακατακλίνω Medium diacritics: συμπαρακατακλίνω Low diacritics: συμπαρακατακλίνω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΚΑΤΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: symparakataklínō Transliteration B: symparakataklinō Transliteration C: symparakataklino Beta Code: sumparakatakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], make to lie beside, τινά τινι D.C.60.18.

German (Pape)

[Seite 984] mit daneben od. zusammen im Bett od. am Tische liegen lassen, D. Cass. 60, 18.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18.

Greek Monolingual

Α
βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, κατακλίνω κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρακατακλίνω «βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον»].