ἀνάπτυκτος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaptyktos
|Transliteration C=anaptyktos
|Beta Code=a)na/ptuktos
|Beta Code=a)na/ptuktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that may be opened</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>683b15</span>.</span>
|Definition=ἀνάπτυκτον, [[that may be opened]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''683b15.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάπτυκτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.
|lstext='''ἀνάπτυκτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, [[εξαπλώσιμος]], [[εκτατός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνάπτυκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί.
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπτυκτος Medium diacritics: ἀνάπτυκτος Low diacritics: ανάπτυκτος Capitals: ΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ
Transliteration A: anáptyktos Transliteration B: anaptyktos Transliteration C: anaptyktos Beta Code: a)na/ptuktos

English (LSJ)

ἀνάπτυκτον, that may be opened, Arist.PA683b15.

German (Pape)

[Seite 204] entwickelt, erklärt; zu entwickeln, Arist. part. anim. 4, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπτυκτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἀνοιχθῇ, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 7, 3. Ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἀναπτυκτός, ὀξυτόνως.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, εξαπλώσιμος, εκτατός.

Greek Monolingual

ἀνάπτυκτος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί να αναπτυχθεί, να ανοιχθεί.