ἀναπόδεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapodektos | |Transliteration C=anapodektos | ||
|Beta Code=a)napo/dektos | |Beta Code=a)napo/dektos | ||
|Definition= | |Definition=ἀναπόδεκτον, [[not to be received]], Sch.E.''Ph.''527. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[inaceptable]] Sch.E.<i>Ph</i>.527. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπόδεκτος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδεχθῇ, «πικρὰ καὶ ἀναπόδεκτα» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 527. | |lstext='''ἀναπόδεκτος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδεχθῇ, «πικρὰ καὶ ἀναπόδεκτα» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 527. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπόδεκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έγινε [[αποδεκτός]], που απορρίφθηκε. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀναπόδεκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έγινε [[αποδεκτός]], που απορρίφθηκε. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀναπόδεκτον, not to be received, Sch.E.Ph.527.
Spanish (DGE)
-ον inaceptable Sch.E.Ph.527.
German (Pape)
[Seite 203] nicht aufzunehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδεκτος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδεχθῇ, «πικρὰ καὶ ἀναπόδεκτα» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 527.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀναπόδεκτος, -ον)
αυτός που δεν έγινε αποδεκτός, που απορρίφθηκε.