στένωμα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stenoma
|Transliteration C=stenoma
|Beta Code=ste/nwma
|Beta Code=ste/nwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">narrow place</b> or <b class="b2">pass</b>, <span class="bibl">Peripl.M.Rubr.2</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[narrow place]] or [[pass]], Peripl.M.Rubr.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.
}}
{{ls
|lstext='''στένωμα''': τό, στενὸς [[τόπος]] ἢ [[δίοδος]], [[πέραμα]], Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ., ἐν ἀρχ.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[στενῶ]]<br />[[στενός]] [[τόπος]] ή στενή [[δίοδος]], [[πέρασμα]] (α. «τὰ κατὰ Θεσσαλίαν στενώματα», Σχόλ.Ιλ.<br />β. «μάνδραις ᾠκοδομημέναις ἐν στενώμασιν», Περίπλ. Ερ. Θαλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> εντοπισμένος μεγάλου βαθμού [[περιορισμός]] του αυλού ενός σωληνοειδούς κοίλου οργάνου (α. «[[στένωμα]] της ουρήθρας» β. «[[στένωμα]] του εντέρου»).
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στένωμα Medium diacritics: στένωμα Low diacritics: στένωμα Capitals: ΣΤΕΝΩΜΑ
Transliteration A: sténōma Transliteration B: stenōma Transliteration C: stenoma Beta Code: ste/nwma

English (LSJ)

-ατος, τό, narrow place or pass, Peripl.M.Rubr.2.

German (Pape)

[Seite 936] τό, das Verengte, die Enge, Schol. Il. 12, 66.

Greek (Liddell-Scott)

στένωμα: τό, στενὸς τόποςδίοδος, πέραμα, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ., ἐν ἀρχ.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ στενῶ
στενός τόπος ή στενή δίοδος, πέρασμα (α. «τὰ κατὰ Θεσσαλίαν στενώματα», Σχόλ.Ιλ.
β. «μάνδραις ᾠκοδομημέναις ἐν στενώμασιν», Περίπλ. Ερ. Θαλ.)
νεοελλ.
ιατρ. εντοπισμένος μεγάλου βαθμού περιορισμός του αυλού ενός σωληνοειδούς κοίλου οργάνου (α. «στένωμα της ουρήθρας» β. «στένωμα του εντέρου»).