τοιχοποιία: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toichopoiia
|Transliteration C=toichopoiia
|Beta Code=toixopoii/a
|Beta Code=toixopoii/a
|Definition=ἡ, = [[τειχ-]] (which is v.l.), <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>81.34</span>.
|Definition=ἡ, = [[τειχοποιία]] (which is v.l.), Ph.''Bel.''81.34.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[τοιχοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευή]], [[κτίσιμο]] τοίχου, [[τοιχοδομία]]<br /><b>2.</b> [[λιθοδομή]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το κτισμένο [[μέρος]] ενός κτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br />(εσφ. γρφ.) [[τειχοποιία]].
|mltxt=η, ΝΑ [[τοιχοποιός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευή]], [[κτίσιμο]] τοίχου, [[τοιχοδομία]]<br /><b>2.</b> [[λιθοδομή]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το κτισμένο [[μέρος]] ενός κτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br />(εσφ. γρφ.) [[τειχοποιία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχοποιία Medium diacritics: τοιχοποιία Low diacritics: τοιχοποιία Capitals: ΤΟΙΧΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: toichopoiía Transliteration B: toichopoiia Transliteration C: toichopoiia Beta Code: toixopoii/a

English (LSJ)

ἡ, = τειχοποιία (which is v.l.), Ph.Bel.81.34.

Greek Monolingual

η, ΝΑ τοιχοποιός
νεοελλ.
1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία
2. λιθοδομή
3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου
αρχ.
(εσφ. γρφ.) τειχοποιία.