προικῷος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
(a)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=proikōos
|Transliteration B=proikōos
|Transliteration C=proikoos
|Transliteration C=proikoos
|Beta Code=proikw=|os
|Beta Code=proikw=|os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[προικιμαῖος]] <span class="bibl">2</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>582.29</span>, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=α, ον, = [[προικιμαῖος]] 2, ''EM''582.29, ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0725.png Seite 725]] = [[προικιμαῖος]], Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0725.png Seite 725]] = [[προικιμαῖος]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''προικῷος''': -α, -ον, = [[προίκειος]], παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[προικῷος]], -ῴα, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[προίκα]] ή αυτός που προέρχεται από [[προικοδότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «προικώο [[σύμφωνο]]» — το [[προικοσύμφωνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῷος</i> ([[πρβλ]]. [[πατρῷος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικῷος Medium diacritics: προικῷος Low diacritics: προικώος Capitals: ΠΡΟΙΚΩΟΣ
Transliteration A: proikō̂ios Transliteration B: proikōos Transliteration C: proikoos Beta Code: proikw=|os

English (LSJ)

α, ον, = προικιμαῖος 2, EM582.29, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 725] = προικιμαῖος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προικῷος: -α, -ον, = προίκειος, παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.

Greek Monolingual

-α, -ο / προικῷος, -ῴα, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση
νεοελλ.
φρ. «προικώο σύμφωνο» — το προικοσύμφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ῷος (πρβλ. πατρῷος)].