ὀλεσίμβροτος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olesimvrotos
|Transliteration C=olesimvrotos
|Beta Code=o)lesi/mbrotos
|Beta Code=o)lesi/mbrotos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">man-destroying</b>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span> 450</span>.</span>
|Definition=ὀλεσίμβροτον, [[man-destroying]], Orph.''L.'' 450.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλεσίμβροτος''': -ον, ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς, Ὀρφ. Λιθ. 444.
|lstext='''ὀλεσίμβροτος''': -ον, ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς, Ὀρφ. Λιθ. 444.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀλεσίμβροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ολεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μβροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βροτός]] «[[θνητός]]» <span style="color: red;"><</span> <i>μροτός</i>), [[πρβλ]]. [[λησίμβροτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλεσίμβροτος Medium diacritics: ὀλεσίμβροτος Low diacritics: ολεσίμβροτος Capitals: ΟΛΕΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: olesímbrotos Transliteration B: olesimbrotos Transliteration C: olesimvrotos Beta Code: o)lesi/mbrotos

English (LSJ)

ὀλεσίμβροτον, man-destroying, Orph.L. 450.

German (Pape)

[Seite 319] Menschen verderbend, tödtend, Orph. Lith. 444.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσίμβροτος: -ον, ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς, Ὀρφ. Λιθ. 444.

Greek Monolingual

ὀλεσίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- του ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησίμβροτος].