παραθάπτω: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(30) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parathapto | |Transliteration C=parathapto | ||
|Beta Code=paraqa/ptw | |Beta Code=paraqa/ptw | ||
|Definition= | |Definition=[[bank up at the sides]], ''BGU''1121.24 (i B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />[[γεμίζω]] [[διώρυγα]] ή [[αυλάκι]] ώστε να διατηρείται κανονικά η [[αύλακα]] του ύδατος. | |mltxt=Α<br />[[γεμίζω]] [[διώρυγα]] ή [[αυλάκι]] ώστε να διατηρείται κανονικά η [[αύλακα]] του ύδατος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:17, 25 August 2023
English (LSJ)
bank up at the sides, BGU1121.24 (i B. C.).
Greek Monolingual
Α
γεμίζω διώρυγα ή αυλάκι ώστε να διατηρείται κανονικά η αύλακα του ύδατος.