ἡμίρρυπος: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imirrypos
|Transliteration C=imirrypos
|Beta Code=h(mi/rrupos
|Beta Code=h(mi/rrupos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">half-dirty</b>, εἴριον <span class="bibl">Id.<span class="title">Mul.</span>2.205</span>.</span>
|Definition=ἡμίρρυπον, [[half-dirty]], εἴριον Id.''Mul.''2.205.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμίρρυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ λερωμένος, που δεν [[είναι]] εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον [[εἴριον]]» — μισοπλυμένο [[μαλλί]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρύπος]] «[[βρομιά]]»].
|mltxt=[[ἡμίρρυπος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[κατά]] το ήμισυ λερωμένος, που δεν [[είναι]] εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον [[εἴριον]]» — μισοπλυμένο [[μαλλί]], Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ρύπος]] «[[βρομιά]]»].
}}
{{pape
|ptext=<i>halb [[schmutzig]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίρρῠπος Medium diacritics: ἡμίρρυπος Low diacritics: ημίρρυπος Capitals: ΗΜΙΡΡΥΠΟΣ
Transliteration A: hēmírrypos Transliteration B: hēmirrypos Transliteration C: imirrypos Beta Code: h(mi/rrupos

English (LSJ)

ἡμίρρυπον, half-dirty, εἴριον Id.Mul.2.205.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίρρῠπος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ῥερυπωμένος, ῥυπαρός, εἴριον Ιππ. 672. 19.

Greek Monolingual

ἡμίρρυπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» — μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ρύπος «βρομιά»].

German (Pape)

halb schmutzig, Hippocr.