μουνιαδικόν: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mouniadikon | |Transliteration C=mouniadikon | ||
|Beta Code=mouniadiko/n | |Beta Code=mouniadiko/n | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, = [[βουνιάς]], prob. in ''Edict.Diocl.''6.16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μουνιαδικόν]], τὸ (Α) [[μουνιάς]]<br />το μονοετές ποώδες [[φυτό]] [[βουνιάς]], της οικογένειας τών σταυρανθών, του οποίου το [[είδος]] erucago απαντά και στην [[Ελλάδα]] και οι βλαστοί του, γνωστοί ως βρούβες ή αγριοβλάσταρα, τρώγονται ως λαχανικό. | |||
}} | }} |