λοπητός: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lopitos | |Transliteration C=lopitos | ||
|Beta Code=lophto/s | |Beta Code=lophto/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[the time of bark peeling off]], Id.''HP''5.1.1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοπητός''': ὁ, ἡ [[περίοδος]] ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. [[ὅταν]] ὁ φλοιὸς αὐτῶν [[εἶναι]] [[εὐπεριαίρετος]], «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1. | |lstext='''λοπητός''': ὁ, ἡ [[περίοδος]] ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. [[ὅταν]] ὁ φλοιὸς αὐτῶν [[εἶναι]] [[εὐπεριαίρετος]], «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λοπητός]], ὁ (Α) [[λοπώ]]<br />η [[περίοδος]] [[κατά]] την οποία ο [[φλοιός]] τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>die Zeit im Frühjahre, wenn sich die [[Baumrinde]] [[ablösen]] läßt</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, the time of bark peeling off, Id.HP5.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοπητός: ὁ, ἡ περίοδος ὅτε λοπῶσι τὰ δένδρα, δηλ. ὅταν ὁ φλοιὸς αὐτῶν εἶναι εὐπεριαίρετος, «ξεφλουδίζηται» εὐκόλως, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 1.
Greek Monolingual
λοπητός, ὁ (Α) λοπώ
η περίοδος κατά την οποία ο φλοιός τών δέντρων φουσκώνει και ξεφλουδίζεται εύκολα.
German (Pape)
ὁ, die Zeit im Frühjahre, wenn sich die Baumrinde ablösen läßt, Theophr.