διενεκτέον: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dienekteon | |Transliteration C=dienekteon | ||
|Beta Code=dienekte/on | |Beta Code=dienekte/on | ||
|Definition=(διαφέρω) [[one must excel]], < | |Definition=([[διαφέρω]]) [[one must excel]], Luc.''Astr.''1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que destacar]], [[hay que descollar]] c. ac. rel. οὐδὲ διδασκαλίην ἐπαγγέλλεται ὅκως ταύτην τὴν μαντοσύνην δ. Luc.<i>Astr</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[hay que establecer distinciones]] c. dat. agente φιλοσοφίᾳ ... οὐ δ. ὑπὲρ τῶν ὀνομάτων la filosofía no debe establecer diferencias en razón de los términos</i> Synes.<i>Regn</i>.21 (p.51). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διενεκτέον:''' adj. verb. к [[διαφέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διενεκτέον''': ῥημ ἐπίθ. τοῦ [[διαφέρω]], πρέπει τις νὰ ὑπερέχῃ, Λουκ. Ἀστρολ. 1. | |lstext='''διενεκτέον''': ῥημ ἐπίθ. τοῦ [[διαφέρω]], πρέπει τις νὰ ὑπερέχῃ, Λουκ. Ἀστρολ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διενεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαφέρω]], πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ. | |lsmtext='''διενεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[διαφέρω]], πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:19, 25 August 2023
English (LSJ)
(διαφέρω) one must excel, Luc.Astr.1.
Spanish (DGE)
1 hay que destacar, hay que descollar c. ac. rel. οὐδὲ διδασκαλίην ἐπαγγέλλεται ὅκως ταύτην τὴν μαντοσύνην δ. Luc.Astr.1.
2 hay que establecer distinciones c. dat. agente φιλοσοφίᾳ ... οὐ δ. ὑπὲρ τῶν ὀνομάτων la filosofía no debe establecer diferencias en razón de los términos Synes.Regn.21 (p.51).
Russian (Dvoretsky)
διενεκτέον: adj. verb. к διαφέρω.
Greek (Liddell-Scott)
διενεκτέον: ῥημ ἐπίθ. τοῦ διαφέρω, πρέπει τις νὰ ὑπερέχῃ, Λουκ. Ἀστρολ. 1.
Greek Monotonic
διενεκτέον: ρημ. επίθ. του διαφέρω, πρέπει να αριστεύσουμε, σε Λουκ.