πλουτοτραφής: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
(33) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ploutotrafis | |Transliteration C=ploutotrafis | ||
|Beta Code=ploutotrafh/s | |Beta Code=ploutotrafh/s | ||
|Definition= | |Definition=πλουτοτραφές, [[bred in riches]], Eust.835.37. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει ανατραφεί [[μέσα]] στα πλούτη (α. | |mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που έχει ανατραφεί [[μέσα]] στα πλούτη (α. «τοιοῦτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῖς», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>τραφ</i>- του [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[μηροτραφής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:20, 25 August 2023
English (LSJ)
πλουτοτραφές, bred in riches, Eust.835.37.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτοτρᾰφής: -ές, ἀνατεθραμμένος ἐν πλούτῳ, Εὐστ. 835. 37.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που έχει ανατραφεί μέσα στα πλούτη (α. «τοιοῦτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῖς», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ- του τρέφω), πρβλ. μηροτραφής].