ὑπεράριθμος: Difference between revisions
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperarithmos | |Transliteration C=yperarithmos | ||
|Beta Code=u(pera/riqmos | |Beta Code=u(pera/riqmos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, | |Definition=[ᾰ], ον, [[supernumerary]], Procop.''Arc.''24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεράριθμος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ [[ὑπὲρ]] πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ. | |lstext='''ὑπεράριθμος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ [[ὑπὲρ]] πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπεράριθμος]], -ον, ΝΜ<br />(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που [[είναι]] [[πέρα]] από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, [[παραπανήσιος]] (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br />(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει [[αρίθμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] (<b>πρβλ.</b> [[ἐνάριθμος]], [[συνάριθμος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, supernumerary, Procop.Arc.24.
German (Pape)
[Seite 1191] überzählig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράριθμος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπεράριθμος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)
μσν.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται πέρα από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀριθμός (πρβλ. ἐνάριθμος, συνάριθμος)].