ὑπεράριθμος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperarithmos | |Transliteration C=yperarithmos | ||
|Beta Code=u(pera/riqmos | |Beta Code=u(pera/riqmos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, [[supernumerary]], | |Definition=[ᾰ], ον, [[supernumerary]], Procop.''Arc.''24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, supernumerary, Procop.Arc.24.
German (Pape)
[Seite 1191] überzählig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράριθμος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπεράριθμος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)
μσν.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται πέρα από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀριθμός (πρβλ. ἐνάριθμος, συνάριθμος)].