κορύμβη: Difference between revisions
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korymvi | |Transliteration C=korymvi | ||
|Beta Code=koru/mbh | |Beta Code=koru/mbh | ||
|Definition=ἡ, = [[κόρυμβος]] ''ΙΙ'', | |Definition=ἡ, = [[κόρυμβος]] ''ΙΙ'', Asius ''Fr.Ep.''13.5 K. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = κόρυμβος ΙΙ, Asius Fr.Ep.13.5 K.
Greek (Liddell-Scott)
κορύμβη: ἡ, πρβλ. κόρυμβος ΙΙ, Ἄσιος παρ’ Ἀθην. 525F.
Greek Monolingual
κορύμβη, ἡ (Α)
κόρυμβος, κότσος της γυναικείας κόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κόρυμδος κατά τα πρωτόκλιτα θηλ. σε -η].
German (Pape)
ἡ, = κόρυμβος 2) bei Ath. XII.525f.