ἄνιχθυς: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anichthys
|Transliteration C=anichthys
|Beta Code=a)/nixqus
|Beta Code=a)/nixqus
|Definition=υ, gen. υος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[without fish]], λίμνη <span class="bibl">Str.16.1.21</span>.</span>
|Definition=υ, gen. υος, [[without fish]], λίμνη Str.16.1.21.
}}
{{DGE
|dgtxt=-υ, gen. -υος [[que carece de peces]] λίμνη Str.16.1.21.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄνιχθυς''': υ, γεν. -υος, [[ἄνευ]] ἰχθύων ἢ μετὰ ὀλίγων ἰχθύων, ἁλμυρὰν αὐτὴν (τὴν λίμνην) οὖσαν καὶ ἄνιχθυν Στράβ. 746.
|lstext='''ἄνιχθυς''': υ, γεν. -υος, [[ἄνευ]] ἰχθύων ἢ μετὰ ὀλίγων ἰχθύων, ἁλμυρὰν αὐτὴν (τὴν λίμνην) οὖσαν καὶ ἄνιχθυν Στράβ. 746.
}}
{{DGE
|dgtxt=-υ, gen. -υος [[que carece de peces]] λίμνη Str.16.1.21.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνιχθυς]], -υ (Α)<br />(για ποταμούς ή λίμνες) αυτός που δεν έχει ψάρια.
|mltxt=[[ἄνιχθυς]], -υ (Α)<br />(για ποταμούς ή λίμνες) αυτός που δεν έχει ψάρια.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνιχθυς Medium diacritics: ἄνιχθυς Low diacritics: άνιχθυς Capitals: ΑΝΙΧΘΥΣ
Transliteration A: ánichthys Transliteration B: anichthys Transliteration C: anichthys Beta Code: a)/nixqus

English (LSJ)

υ, gen. υος, without fish, λίμνη Str.16.1.21.

Spanish (DGE)

-υ, gen. -υος que carece de peces λίμνη Str.16.1.21.

German (Pape)

[Seite 239] υος, fischarm, Strab.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιχθυς: υ, γεν. -υος, ἄνευ ἰχθύων ἢ μετὰ ὀλίγων ἰχθύων, ἁλμυρὰν αὐτὴν (τὴν λίμνην) οὖσαν καὶ ἄνιχθυν Στράβ. 746.

Greek Monolingual

ἄνιχθυς, -υ (Α)
(για ποταμούς ή λίμνες) αυτός που δεν έχει ψάρια.