ἐμποδιστής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empodistis
|Transliteration C=empodistis
|Beta Code=e)mpodisth/s
|Beta Code=e)mpodisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hinderer]], <span class="bibl">J. <span class="title">AJ</span>17.10.3</span>.</span>
|Definition=ἐμποδιστοῦ, ὁ, [[hinderer]], J. ''AJ''17.10.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[que impide u obstaculiza]] μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίαν que no fueran un obstáculo para recobrar la libertad</i> I.<i>AI</i> 17.267, ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεός Pall.<i>H.Laus</i>.38.8, cf. Chrys.M.61.757.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμποδιστής''': -οῦ, ὁ ἐμποδίζων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 10, 3.
|lstext='''ἐμποδιστής''': -οῦ, ὁ ἐμποδίζων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 10, 3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[que impide u obstaculiza]] μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίαν que no fueran un obstáculo para recobrar la libertad</i> I.<i>AI</i> 17.267, ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεός Pall.<i>H.Laus</i>.38.8, cf. Chrys.M.61.757.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐμποδιστής]])<br />αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, [[ἐμποδιστής]] ἐγένου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αθλητ.)</b> ο [[αθλητής]] που ασχολείται ειδικά με το [[άθλημα]] [[δρόμος]] μετ' εμποδίων.
|mltxt=ο (AM [[ἐμποδιστής]])<br />αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, [[ἐμποδιστής]] ἐγένου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αθλητ.)</b> ο [[αθλητής]] που ασχολείται ειδικά με το [[άθλημα]] [[δρόμος]] μετ' εμποδίων.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδιστής Medium diacritics: ἐμποδιστής Low diacritics: εμποδιστής Capitals: ΕΜΠΟΔΙΣΤΗΣ
Transliteration A: empodistḗs Transliteration B: empodistēs Transliteration C: empodistis Beta Code: e)mpodisth/s

English (LSJ)

ἐμποδιστοῦ, ὁ, hinderer, J. AJ17.10.3.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
que impide u obstaculiza μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίαν que no fueran un obstáculo para recobrar la libertad I.AI 17.267, ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεός Pall.H.Laus.38.8, cf. Chrys.M.61.757.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, der Verhinderer, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδιστής: -οῦ, ὁ ἐμποδίζων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 10, 3.

Greek Monolingual

ο (AM ἐμποδιστής)
αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, ἐμποδιστής ἐγένου», Διγ. Ακρ.)
νεοελλ.
(αθλητ.) ο αθλητής που ασχολείται ειδικά με το άθλημα δρόμος μετ' εμποδίων.