ἐμποδιστής
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
ἐμποδιστοῦ, ὁ, hinderer, J. AJ17.10.3.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
que impide u obstaculiza μὴ ἐμποδισταῖς εἶναι τοῦ ἀποληψομένου ... αὐτοῖς ἐλευθερίαν que no fueran un obstáculo para recobrar la libertad I.AI 17.267, ὁ δὲ ἐ. τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας θεός Pall.H.Laus.38.8, cf. Chrys.M.61.757.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, der Verhinderer, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδιστής: -οῦ, ὁ ἐμποδίζων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 10, 3.
Greek Monolingual
ο (AM ἐμποδιστής)
αυτός που εμποδίζει («σὺ τῆς τύχης σου, υἱέ, ἐμποδιστής ἐγένου», Διγ. Ακρ.)
νεοελλ.
(αθλητ.) ο αθλητής που ασχολείται ειδικά με το άθλημα δρόμος μετ' εμποδίων.