ἑτοιμοθάνατος: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἑτοιμοθᾰ́νᾰτος | ||
|Medium diacritics=ἑτοιμοθάνατος | |Medium diacritics=ἑτοιμοθάνατος | ||
|Low diacritics=ετοιμοθάνατος | |Low diacritics=ετοιμοθάνατος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=etoimothanatos | |Transliteration C=etoimothanatos | ||
|Beta Code=e(toimoqa/natos | |Beta Code=e(toimoqa/natos | ||
|Definition=[ | |Definition=[θᾰ], ον, [[ready for death]], Str.15.1.59. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:23, 25 August 2023
English (LSJ)
[θᾰ], ον, ready for death, Str.15.1.59.
German (Pape)
[Seite 1052] zum Tode bereit, Strab. XV, 1 p. 713; K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτοιμοθάνᾰτος: -ον, ἕτοιμος ν’ ἀποθάνῃ, μὴ φοβούμενος τὸν θάνατον, Διαταγ. τῶν Ἀποστ. 2. 14. - ὡς οὐσιαστ., τὸ ἑτοιμοθάνατον, τὸ μὴ φοβεῖσθαι τὸν θάνατον, Στράβ. 713.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτοιμοθάνατος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά στον θάνατο, ο μελλοθάνατος
2. (για λύχνο) αυτός που είναι έτοιμος να σβήσει
μσν.
ο έτοιμος να πεθάνει, δηλ. ο απελπισμένος («ἑτοιμοθάνατοι οὐδὲ ψυχῶν ὑμῶν φείδεσθε», Θεοφάν.)
αρχ.
1. αυτός που είναι έτοιμος ή πρόθυμος να πεθάνει, που δεν φοβάται τον θάνατο, ο ριψοκίνδυνος («οὐ χρὴ οὖν ἑτοιμοθανάτοις προσέχειν», Αποστ. Διατ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτοιμοθάνατον
η προθυμία για θάνατο, το να ριψοκινδυνεύει κάποιος.