ὀργασμός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orgasmos | |Transliteration C=orgasmos | ||
|Beta Code=o)rgasmo/s | |Beta Code=o)rgasmo/s | ||
|Definition=ὁ, (ὀργάω) | |Definition=ὁ, ([[ὀργάω]]) [[orgasm]], Sch.Hp.''Hum.''3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0369.png Seite 369]] ὁ, das Kneten, Erweichen, μαλαγμός, Schol. Hippocr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 180. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0369.png Seite 369]] ὁ, das Kneten, Erweichen, μαλαγμός, Schol. Hippocr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 180. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀργασμός''': ὁ, ([[ὀργάζω]]) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[οργασμός]]) [[οργώ]]<br />το ανώτατο [[σημείο]] γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[ορμή]], πολύ [[μεγάλη]] [[δραστηριότητα]] («[[οικοδομικός]] [[οργασμός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οργασμός]] της φύσης» — [[μεγάλη]] [[ανάπτυξη]] της βλάστησης.<br /><b>(II)</b><br />[[ὀργασμός]], ὁ (Α) [[οργάζω]]<br /><b>πιθ.</b> [[μάλαξη]], [[μάλαγμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (ὀργάω) orgasm, Sch.Hp.Hum.3.
German (Pape)
[Seite 369] ὁ, das Kneten, Erweichen, μαλαγμός, Schol. Hippocr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργασμός: ὁ, (ὀργάζω) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ.
Greek Monolingual
(I)
ο (Α οργασμός) οργώ
το ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα
νεοελλ.
1. μτφ. ακατάσχετη ορμή, πολύ μεγάλη δραστηριότητα («οικοδομικός οργασμός»)
2. φρ. «οργασμός της φύσης» — μεγάλη ανάπτυξη της βλάστησης.
(II)
ὀργασμός, ὁ (Α) οργάζω
πιθ. μάλαξη, μάλαγμα.