ὀργασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orgasmos
|Transliteration C=orgasmos
|Beta Code=o)rgasmo/s
|Beta Code=o)rgasmo/s
|Definition=ὁ, (ὀργάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">orgasm</b>, Sch.<span class="bibl">Hp.<span class="title">Hum.</span>3</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[ὀργάω]]) [[orgasm]], Sch.Hp.''Hum.''3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀργασμός''': ὁ, ([[ὀργάζω]]) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ.
|lstext='''ὀργασμός''': ὁ, ([[ὀργάζω]]) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[οργασμός]]) [[οργώ]]<br />το ανώτατο [[σημείο]] γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ακατάσχετη [[ορμή]], πολύ [[μεγάλη]] [[δραστηριότητα]] («[[οικοδομικός]] [[οργασμός]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οργασμός]] της φύσης» — [[μεγάλη]] [[ανάπτυξη]] της βλάστησης.<br /><b>(II)</b><br />[[ὀργασμός]], ὁ (Α) [[οργάζω]]<br /><b>πιθ.</b> [[μάλαξη]], [[μάλαγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργασμός Medium diacritics: ὀργασμός Low diacritics: οργασμός Capitals: ΟΡΓΑΣΜΟΣ
Transliteration A: orgasmós Transliteration B: orgasmos Transliteration C: orgasmos Beta Code: o)rgasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ὀργάω) orgasm, Sch.Hp.Hum.3.

German (Pape)

[Seite 369] ὁ, das Kneten, Erweichen, μαλαγμός, Schol. Hippocr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 180.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργασμός: ὁ, (ὀργάζω) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ.

Greek Monolingual

(I)
ο (Α οργασμός) οργώ
το ανώτατο σημείο γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης σε ανθρώπους και ζώα
νεοελλ.
1. μτφ. ακατάσχετη ορμή, πολύ μεγάλη δραστηριότηταοικοδομικός οργασμός»)
2. φρ. «οργασμός της φύσης» — μεγάλη ανάπτυξη της βλάστησης.
(II)
ὀργασμός, ὁ (Α) οργάζω
πιθ. μάλαξη, μάλαγμα.