διαγώγιον: Difference between revisions

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diagogion
|Transliteration C=diagogion
|Beta Code=diagw/gion
|Beta Code=diagw/gion
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">transit-duty, toll</b>, <span class="bibl">Plb.4.52.5</span>.</span>
|Definition=τό, [[transit-duty]], [[toll]], Plb.4.52.5.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">1</b> [[derecho de peaje]] μηδένα πράττειν τὸ [[διαγώγιον]] τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto</i> Plb.4.52.5.<br /><b class="num">2</b> [[lugar de descanso]], <i>An.Par</i>.2.166.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0575.png Seite 575]] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0575.png Seite 575]] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.
}}
{{elru
|elrutext='''διαγώγιον:''' τό [[пошлина за проезд или провоз]], [[дорожный сбор]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διᾰγώγιον''': τό, ὁ πρὸς διάβασιν [[φόρος]], Πολύβ. 4. 52, 5· ἴδε [[παραγώγιον]].
|lstext='''διᾰγώγιον''': τό, ὁ πρὸς διάβασιν [[φόρος]], Πολύβ. 4. 52, 5· ἴδε [[παραγώγιον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[διαγώγιον]], το (Α)<br />όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην [[πόλη]] του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾰγώγιον Medium diacritics: διαγώγιον Low diacritics: διαγώγιον Capitals: ΔΙΑΓΩΓΙΟΝ
Transliteration A: diagṓgion Transliteration B: diagōgion Transliteration C: diagogion Beta Code: diagw/gion

English (LSJ)

τό, transit-duty, toll, Plb.4.52.5.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 derecho de peaje μηδένα πράττειν τὸ διαγώγιον τῶν εἰς τὸν Πόντον πλεόντων no exigirán a nadie derecho de peaje sobre las naves que se dirijan al Ponto Plb.4.52.5.
2 lugar de descanso, An.Par.2.166.

German (Pape)

[Seite 575] τό, Durchgangszoll, Pol. 4, 52.

Russian (Dvoretsky)

διαγώγιον: τό пошлина за проезд или провоз, дорожный сбор Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

διᾰγώγιον: τό, ὁ πρὸς διάβασιν φόρος, Πολύβ. 4. 52, 5· ἴδε παραγώγιον.

Greek Monolingual

διαγώγιον, το (Α)
όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους για τον χαρακτηρισμό τών διοδίων που έπρεπε να καταβάλλουν στην πόλη του Βυζαντίου τα πλοία που διέρχονταν τον Βόσπορο.